- μισοζώντανος
- -η, -ομισοπεθαμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημίβιος — ἡμίβιος, ον (Α) μισοζωντανός, ημιθανής, μισοπεθαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βιος (< βίος), πρβλ. αμφί βιος, έμ βιος] … Dictionary of Greek
ημίζωος — ἡμίζωος, ον (Α) μισοζωντανός, μόλις ζωντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ζωος (< ζωή), πρβλ. αεί ζωος, πολύ ζωος] … Dictionary of Greek
ημίζως — ἡμίζως, ὁ (Α) ἡμίζωος, μισοζωντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ζως (< ζωή), πρβλ. αυτό ζως, δί ζως] … Dictionary of Greek
ημίπνους — ἡμίπνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που μόλις αναπνέει, ο μισοζώντανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πνους (< πνοή), πρβλ. ηδύ πνους, σύμ πνους] … Dictionary of Greek
μισ(ο)- — (Μ μισ[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής μσν. και νεοελλ. γλώσσας που ανάγεται στο επιθ. μισός και προσδίδει στο β συνθετικό σημασίες ανάλογες με το πρόθημα ημι * (< ἥμισυς): α) το μισό ως προς το ποσό (πρβλ. μισοαδειανός, μισόκιλο) β) κάτι το… … Dictionary of Greek